- παιδιώδεις
- παιδιώδηςplayfulmasc/fem acc plπαιδιώδηςplayfulmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδιώδης — (I) παιδιώδης, ῶδες (ΑΜ) [παιδιά] 1. γεμάτος παιγνίδια, παιγνιώδης, αστείος 2. αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις. (II) παιδιώδης, ῶδες (ΑΜ) [παιδίον] παιδαριώδης, παιδιάστικος («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek